- θηλή
- (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες καταλήγουν οι απολήξεις του υπογλώσσιου νεύρου, οι θ. του χορίου του δέρματος, οι θ. των τριχών, η μεγάλη και μικρή θ. του δωδεκαδάκτυλου, η ομφαλική θ., η οπτική θ., από την οποία εμφανίζονται τα κεντρικά αγγεία του αμφιβληστροειδούς κ.ά.
* * *η (ΑΜ θηλή)φρ. «θηλή τού μαστού» — υποστρόγγυλη προεξοχή τού μαστού, η ρώγανεοελλ.1. μικρό έπαρμα τής επιφάνειας οργάνου τού σώματος («θηλές τής γλώσσας»)2. προεκβολή τών επιδερμικών κυττάρων η οποία θεωρείται συχνά ως είδος τριχώματοςαρχ.(για κοντό άνθρωπο) το μέρος που προεξέχει, το κεφάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhē «εκμυζώ, θηλάζω», καθώς και τα θῆλυς*, θῆσθαι* «θηλάζω» + επίθημα -*lā, όπως δείχνουν το μετονοματικό λατ. ρ. fēlāre «εκμυζώ» (< *fēla «θηλή») αλλά και το ουσ. filius «γιος» (< *fēlius), το λεττον. dels «γιος», το λιθ. delĩ «βδέλλα», το αρχ. άνω γερμ. tila «γυναικείο στήθος» κ.ά. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -θηλής και -θηλος.ΠΑΡ. θηλάζωαρχ.θηλώ, θηλονήνεοελλ.θηλαίος, θηλίτις, θηλώδης, θήλωμα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θηλαλγία, θηληπρωκτόφυλλον, θηλυπώγων, θηλοειδής, θηλορραγία(Β' συνθετικό) αρχ. αγλαοθηλής, αθηλής, άθηλος, ελαιόθηλος, εριθηλής, εύθηλος, λιπόθηλος, νεοθηλής, νεόθηλος, ομόθηλος].
Dictionary of Greek. 2013.